- στήμονας
- Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην άκρη του νήματος και υποδιαιρείται σε δύο τμήματα, ενωμένα μ’ έναν ειδικό συνδετικό ιστό, που λέγεται συνοχέας. Κάθε τμήμα αποτελείται από δύο σάκκους ή ασκούς, μέσα στους οποίους παράγονται και διατηρούνται τα στοιχεία της γονιμοποίησης, δηλαδή οι κόκκοι της γύρης. Μερικές φορές το νήμα μπορεί να λείπει, οπότε ο σ. και συνεπώς ο ανθήρας είναι άμισχοι ή επιφυείς (π.χ. μαγνόλια). Συνήθως όμως υπάρχει και είναι συνήθως επίμηκες, κυλινδρικό. Κατά μήκος διατρέχεται από μια ηθμαγγειώδη δέσμη και είναι επενδυμένο από μια λεπτή επιδερμίδα, αλλά μπορεί να είναι και τριχοειδές, σφηνοειδές, φυλλοειδές, διχαλωτό ή διακλαδιζόμενο (π.χ. στο ρίκινο ή ρετσινολαδιά). Οι σ. που συνήθως εκφύονται από την ανθοδόχη, μπορεί να εκφύονται από την ωοθήκη (σ. επίγυνοι), από τη στεφάνη (σ. επιστεφάνιοι ή στεφανοφυείς) ή από το περιγόνιο (σ. επιπετάλιοι), ειδικά όταν τα άνθη είναι συμπέταλα ή γαμοπέταλα.
Ο αριθμός των σ. στις διάφορες ομάδες φυτών είναι σταθερός: υπάρχουν άνθη μόνανδρα, δηλαδή με ένα μόνο σ., δίανδρα με δύο, τρίανδρα, πολύανδρα με περισσότερο από τρία, διατεταγμένοι σε ένα ή περισσότερα σπονδυλώματα. Μπορεί να έχουν όλοι το ίδιο μήκος ή να είναι διδύναμοι, όπως σε ορισμένες οικογένειες (π.χ. Χειλανθή), δηλαδή με δύο πιο μακρείς και δύο πιο κοντούς σ., εάν είναι 4, ή τετραδύναμοι εάν οι 4 είναι πιο μακρείς και οι δύο πιο κοντοί.
Στήμονες ελλέβορου του μελανού. Ο στήμονας αποτελείται από ένα νήμα, που στηρίζει τον ανθήρα.
* * *ο / στήμων, -ονος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάμων Ατο στημόνι τού αργαλειούνεοελλ.1. βοτ. το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο τών αγγειοσπέρμων2. στον πληθ. οι στήμονεςναυτ. καθένα από τα επιμήκη τμήματα ενός αναδιπλωμένου σχοινιούμσν.ελατήριο άμαξας που υποβαστάζει το κέντρο τηςαρχ.1. νήμα, κλωστή2. στον πληθ. πιθ. τμήμα οροφής ξυλουργείου3. φρ. «στήμων ἐξεσμένος» — παρωνύμιο κάτισχνου ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. τού ρ. ἵ-στη-μί με επίθημα -μων (από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα τού επιθήματος -men, πρβλ. μνή-μων) και συνδέεται με λατ. stamen «στήμονας, νήμα», λιθουαν. stomuo «μέγεθος, ανάστημα». Ανάλογο σχηματισμό εμφανίζουν και οι τ. στάμνος*, σταμίν*].
Dictionary of Greek. 2013.